Αλάγια, η πατρίδα μας

 
 

Θέα της Αλάγιας από τις πολεμίστρες του Φρουρίου

Ο μουσεφίρ-οντάς ήταν μεγάλος, όπως η καρδιά μας...

Αλάγια Σημερινή Αλάνια - Το αρχαίον Κορακήσιον


Το αρχαίο Κορακήσιον (Στράβων), το Βυζαντινό Καλονόρος (Καλόν Όρος) του Θέματος των Κιβυρραιωτών, μετέπειτα Αλάγια (Αλάια) και σήμερα Αλάνυα (Αlanya).

Που βρίσκεται

Είναι παραθαλάσσια πόλη της Παμφυλίας ή της Κιλικίας, ανατολικά της Αττάλειας, στην Τουρκία.

Βρισκόταν λίγο πριν τα όρια που συνέδεε την Παφλαγονία από την Κιλικία 130 χλμ. ανατολικά από την Αττάλεια. Η απόσταση από το Μάβαγκατ (αρχαία Σίδη ) είναι 66 χλμ επίσης ανατολικά.

Η νέα πόλη βρίσκεται κάτω από την οροσειρά του Ταύρου, σε μία πράσινη πλαγιά, σαν «αμφιθέατρο» μια πόλη δίπλα στα σύνορα της Παμφυλίας και του αρχαίου Κορακήσιου ή του Castel Ubaldo. όπου ξεκινά η Τραχεία Κιλικία.


Πριν από τον ξεριζωμό μας του 1922, οι κάτοικοι της Αλάγιας έφταναν στο συνολικό αριθμό των 10.000. Απ’ αυτούς, λίγοι ήταν Χριστιανοί, περίπου 1.800-2.000.

 
Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Αλάγιας μισθοδοτούσε δύο σχολεία, το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο.

Οι συνοικίες της Αλάγιας ως το 1922

Η παλιά πόλη ήταν στο βουνό, που δημιουργεί χερσόνησο και περιβάλλεται από το κάστρο, όπου ως το 1922 βρίσκονταν οι μαχαλάδες των Ελλήνων.

Πριν την καταστροφή υπήρχαν τρεις μαχαλάδες:

  1. Πάνω Ενορία (Γιοκαρή Μαχαλά) όπου βρισκόταν και η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου,
  2. Κάτω Ενορία (Ασαφή Μαχαλά) εκεί βρισκόταν η δεύτερη εκκλησιά Κωνσταντίνου και Ελένης,
  3. Και την τρίτη συνοικία με Έλληνες βρισκόταν η Αγία Σοφία,

Πολλές φορές οι γειτονιές αναφερόταν με το όνομα της Εκκλησίας.

Στο λιμάνι υπήρχαν το Kizil Kule (κόκκινος πύργος) και ο Ταρσανάς (ναυπηγείο).

Σε όλη την περιοχή υπήρχαν διάσπαρτα πηγάδια και βρύσες.

Τόπος ευημερίας & πλούτου

Η Αλάγια είναι εύφορος τόπος. Έχει πλούσιους πορτοκαλεώνες και φυτείες μπανάνας. Παράγει πρώιμα λαχανικά και τα κρεμμύδια της είναι ξακουστά για την γλυκιά γεύση τους. Τροφοδοτεί όλη την ενδοχώρα με τα ξακουστά πορτοκάλια και λεμόνια της. Καθώς βρίσκεται στους πρόποδες του Ταύρου, η Αλάγια έχει πλούσια δάση, κατάφυτα από έλατα (κατράν) και πεύκα (ρομπόλες) που παράγουν αρίστης ποιότητας ξυλεία. Εκμεταλλευτές των δασικών αυτών περιοχών, ήσαν Τούρκοι.

Η Αλάγια διαθέτει ωραίο λιμάνι με ζωηρή κίνηση, κυρίως από Αιγυπτιακά καΐκια, τα «τζερίμια» που φορτώνουν ξυλεία για την Αλεξάνδρεια και τη Συρία, καθώς και από καΐκια άλλα, που κάνουν τη διαδρομή μεταξύ Αττάλειας – Αλάγιας, κομίζοντας αλεύρια και λοιπά τρόφιμα για τους κατοίκους.

Από τα αξιοθέατα της πόλης, είναι το φρούριό της, με τις Ελληνιστικής εποχής κολώνες, η Βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίες αξιόλογης τέχνης καθώς και άλλα διάφορα. Το έτος 1221 η Αλάγια κατελήφθη από τους Σελτσούκους κι επειδή το κλίμα της ήταν εύκρατο, τη διάλεξαν για χειμερινή διαμονή των Σελτσούκων Σουλτάνων του Ικονίου. Οι Σελτσούκοι δεν παρέλειψαν να στολίσουν την Αλάγια με διάφορα έργα, χαρακτηριστικής Σελτσουκικής τεχνοτροπίας. Σαν παράδειγμα αναφέρω το φρούριό της, τον οκτάγωνο κόκκινο Πύργο στην παραλία (το Κηζήλ Κουλέ) και λίγο πιο νότια απ’ αυτόν, το Ναυπηγείο με τις 5 καμάρες του. Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι το «Αλαεδδίν Τζαμισί» κι αυτό χαρακτηριστικό, Σελτσουκικό έργο.

Ενδιαφέρουσα είναι μια επίσκεψη στο φρούριο. Από ψηλά βλέπει όλη την Αλάγια με τα ιδιότητα σπίτια της στην παραλία, ου εξέχουν από τους βράχους και στηρίζονται σε υποστυλώματα από κορμούς δέντρων (τα Ελιμποροϋοντέ).

Προς τα νότια, βαθιά, το μάτι απολαμβάνει πλατιά, μαβιά Μεσόγειο. Σ’ ένα σημείο του Φρουρίου, ένας τραχύς, απότομος βράχος υπάρχει πολλών μέτρων ύψους πάνω από τη θάλασσα. Λέγεται πως απ’ αυτό το βράχο πετούσαν στη θάλασσα τους θανατοποινίτες εγκληματίες. Η Αλάγια πριν από τον ξεριζωμό μας, αριθμούσε 2.000 περίπου Χριστιανούς. Είχε μικρή αλλά ακμάζουσα κοινότητα με τους Δημογέροντες της, τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους, τους παπάδες και τους δασκάλους της. Είχε 3 εκκλησίες. Δύο στην πόλη, των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, στο Γιοκαρή Μαχαλά (πάνω ενορία) με παπά τον παπα-Γιώργη, τον Άγιο Κωνσταντίνο, στον Ασαγή Μαχαλά (κάτω ενορία) με παπά τον παπά-Στέφανο και τον Άγιο Γιώργη τον Βυζαντινό, πάνω στο φρούριο. Είχε δυο σχολεία, το Αρρεναγωγείο που στεγαζόταν κοντά στην εκκλησία των Αρχαγγέλων και το Παρθεναγωγείο κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Δάσκαλοι στο Αρρεναγωγείο ήταν ο Ασυκάς Οικονομίδης μαζί με τον βοηθό του και στο Παρθεναγωγείο η δεσποινίς Ευγενία από τη Σάμο. Τους δασκάλους τους πλήρωνε η κοινότητα 4 χρυσές λίρες το μήνα και οι βοηθοί τους έπαιρναν 20 χρυσές λίρες το χρόνο.

Η κοινότητα συγκέντρωνε τους πόρους της από τους δίσκους που περιφέρονταν κατά τη λειτουργία, από την πώληση των κεριών, εισφορές από ευκατάστατους Χριστιανούς, εισπράξεις εκτάκτων εκδηλώσεων και γιορτών, όπως της γιορτής των τριών Ιεραρχών, της Κυριακής του Θωμά και άλλων. Η Αλάγια εκκλησιαστικώς υπαγόταν στην Ιερά Μητρόπολη της Πισιδίας. Γνωστοί χριστιανοί κάτοικοι της Αλάγιας ήταν: ο Προύχοντας ο Χατζη-Ντιμίτ Εφένδης (Δημήτριος Λουκίδης), Πρόεδρος της Δημογεροντίας επί συνεχή χρόνια, Επίτροπος της εκκλησίας, Εξαρχιακός επίτροπος, εκπρόσωπος του Μητροπολίτη, διοικητικός σύμβουλος στο Καϊμακαλίκ (Μεντζιλίς Ινταρέ αζάση), Κολέογλου Μιχαήλ, έμπορος και μέλος της Δημογεροντίας. Ο Κολέογλου ήταν δραστήριος άνθρωπος και ικανός έμπορος. Άνοιξε ωραίο παντοπωλείο, κατά τα πρώτα προσφυγικά χρόνια μας στην Ερμιόνη. Ο Παντελής Γ. Οικονομίδης, ράφτης, μέλος της Δημογεροντίας. Ο Γρηγόρης Χατζη-Στεφάνου, χονδρέμπορος, εισαγωγές ποτών από την Κύπρο. Το πρώτο και αρχικό του επάγγελμα ήταν κουρέας. Καθώς όμως ήταν έξυπνος και προοδευτικός άνθρωπος κατάφερε να γίνει επιχειρηματίας και τελικά να καταστεί ο πλουσιότερος Χριστιανός της Αλάγιας. Ο Ανανιάδης Μιχαήλ-Εφένδης, πεθερός του Γρηγόρη Χατζή-Στεφάνου, κατήγετο από το Ικόνιο. Υπήρξε επί 20 χρόνια Εφοριακός Ταμίας, Διοικητικός Σύμβουλος (Ινταρέ Αζασή) μέχρι το 1908 (το Χουριέτ). Πέθανε στο Μαναβγκάτ το 1910. Ο Μιχαήλ Εφένδης ήταν αρχηγός πολυμελούς οικογένειας. Είχε 10 παιδιά, 8 κόρες και 2 αγόρια. Τ’ αγόρια του ήταν ο Χρήστος, ράφτης το επάγγελμα, που μας έδωσε τις πολύτιμες πληροφορίες που παραθέτουμε, για την Αλάγια και ο Ανανίας που σπούδασε δικηγόρος στην Αθήνα. Ο Ανανίας δεν εξήσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Από το έτος 1930 μέχρι σήμερα, διευθύνει το γνωστό αρχοντικό ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον» στις Σπέτσες.

Οι γυναίκες στην Αλάγια πολύ τ’ αγαπούσαν τα κοσμήματα,

τους άρεσε ο χρυσός κι είχαν σπουδαίους κουγιουμτζήδες

Καθημερινή ζωή

Αποσπάσματα από το βιβλίο "Η Αλάια της Μ. Ασίας" του Βάσου Η. Βογιατζόγλου, εκδόσεις Φιλιππότη, 1995.

Το σπίτι

Τα σπίτια μας στην Αλάγια ήταν συναγμένα στους δύο μαχαλάδες, τόνα δίπλα στο άλλο ήτανε, κοντά κοντά, νάμαστε όλοι μαζί, σαν το κοπάδι, ασφάλεια. Μεγάλα σπίτια είχαμε, μονώροφα, οι πιο πλούσιοι είχαν και σπίτια δίπατα ή τρίπατα καμιά φορά, στην αγορά ήταν αυτά τα πιο πολλά, όλοι μας είχαμε αυλή, ολημέρα οι κότες έβοσκαν εκεί, φυτεύαμε δέντρα, χουρμαδιές, μουριές, πορτοκαλιές, λουλούδια, ζαρζαβατικά. Και στην αυλή βάζαμε την αυλόπορτα μεγάλη να περνάνε οι καμήλες άνετα.

Χτίζαμε δωμάτια μεγάλα, ψηλοτάβανα, τέσσερα ή πέντε το πιο συνηθισμένο, υλικά παίρναμε απ΄ τη γη, πέτρα είχαμε μπόλικη και άμμο τραβούσαμε απ’ τη θάλασσα ή απ’ το ποτάμι, φέρναμε ξύλα απ’ τα βουνά, σίδερα απ΄ την Κύπρο, σφυρήλατα.

Και ήταν τα σπίτια μας γεμάτα φως, ανάσαινε μέσα η ζωή […] όλα τα σπίτια μας είχανε στέρνα, που την ασβέστωναν καλά το καλοκαίρι και ήταν πεντακάθαρη και κράταε το βρόχινο νερό για τις ανάγκες μας. […] Τα σπίτια μας τα πιο πολλά είχαν και στάβλο, λίγο πολύ ένας γάιδαρος, ένα άλογο ή μουλάρι φροντίζανε τις κοντινές μας διαδρομές ίσαμε τα χωράφια μας και μέχρι το Μεγάλο το Τσιφλίκι και τις μακρύτερες ίσαμε το Αναμούρι και το Μαναβγκάτ και την Αττάλεια.

Τα σπίτια μας ήταν στρωμένα με κιλίμια ή χαλιά που σκέπαζαν το πάτωμα, χρώματα ολοζώντανα είχαν κι έδιναν στα δωμάτια τη ζεστασιά της ψυχής και των χεριών της μάνας, της γιαγιάς, που ύφαιναν στον αργαλειό, που είχαμε οι πιο πολλοί στο σπίτι και ύφαιναν όλα τα στρωσίδια, ύφαιναν και τον αλατζά για τα φορέματα και τα σαλβάρια που φορούσαν.

Χτίζαμε τζάκια στις γωνίες για το μαγείρεμα και για να έχουμε ζέστη το χειμώνα, η κάθε κάμαρα είχε το δικό της, ανάβαμε ξύλα και κάρβουνα πούφερναν οι Γιουρούκοι από τα βουνά του Ταύρου, είχαμε και μαγκάλια.

Τις νύχτες φωτιζόντανε τα σπίτια με γκαζόλαμπες, πετρέλαιο πουλούσαν οι μπακάληδες στην αγορά, οι έμποροι τόφερναν από την Κύπρο, ούτε μας έλειψε ποτέ, δυο τρία χρόνια πριν απ’ το διωγμό έφερναν και ηλεκτρικό, δεν το προλάβαμε...

Τρώγαμε γύρω από το σοφρά, το στρογγυλό μας χαμηλό τραπέζι, για είκοσι θα ήταν για τριάντα πόντους πιο ψηλό απ’ το πάτωμα, καθόμασταν όλοι ένα γύρω, στη μέση του σοφρά ένα ταψί ή μια γαβάθα και παίρναμε όλοι από κει και τρώγαμε, για με τα δάχτυλα για με το κουτάλι, καταπώς ήταν το έθιμο σ’ ολάκερη την Ανατολή, ο πατέρας ευλογούσε το φαΐ κάνοντας το σταυρό του, ύστερα κάναμε όλοι το ίδιο, τρώγαμε.

Τα βράδυα κοιμόμασταν στο πάτωμα, κρεβάτια δεν είχαμε, χαλί βάζαμε ή κιλίμι και απάνω στρώμα και σεντόνια, οι κουβέρτες μας ήτανε όλες υφαντές, όλα κατάχαμα, πάνω στο ξύλο, είχαμε κι ένα δοχεία για τη νύχτα […]. Το πρωί τα μάζευε η μάνα τα στρωσίδια ας σε μια γωνιά με τάξη και τάκανε γιούκο στην κρεβατοκάμαρα, τα σκέπασε ύστερα με ένα κιλίμι ή σεντόνι, για να τα στρώσει πάλι αποβραδίς και πάει λέγοντας.

Ο μουσεφίρ-οντάς ήταν μεγάλος, όπως η καρδιά μας, να χωράει τον κόσμο, ν’ ανοίγει φιλόξενα στον ξένο, τον περαστικό, το μουσαφίρη, σταλμένος από το Θεό ήτανε, έτσι το ξέραμε πάππου προσπάππου, ήταν λοιπόν στρωμένος πέρα ως πέρα με κιλίμια και χαλιά και στη δύναμη του κάθε νοικοκύρη, το μακατλίκι μας κι αυτό στρωμένο ήτανε, όπως και τα ντουβάρια, με μπάντες και κιλίμια, ζεσταίνοντας και τη μεγάλη κάμαρα και την ψυχή μας. Στη μέση του οντά ένα μπρούντζινο μαγκάλι και σε μιαν άκρη έτοιμο το τζάκι.

Τα φαγητά και τα γλυκά μας

Αναπολούσε ο θείος Ζαχαρίας το πληγούρι της Αλάγιας τόσο πολύ που είχαν, τόσο νόστιμο, τις χυλοπίτες και τα μακαρόνια πούκοβαν οι γυναίκες μας και το γιουφκά τον τραχανά που ‘φτιάχναν οι Γιουρούκοι στα βουνά παραγγελία και πως το έσπαζαν στο μύλο το σιτάρι για πληγούρι και πως κρατούσαν τον ανθό του σιταριού, να κάνουν νισαστέ για τα γλυκά τους τις γιορτές, σιτάρι ονομαστό απ’ την Αττάλεια έφερναν και τα’ αγοράζανε με τα δικά τους τα σταθμά, ένα κιλέ εικοσιτέσσερις οκάδες ήταν κι έξι οκάδες το σαρράκ. […] Κι έλεγε ο θείος Ζαχαρίας για τα όσπρια, πόσα πολλά είχανε να τρώνε, ρεβύθια και φακές και γίγαντες φασόλια, ίσαμε και σαράντα οκάδες τη χρονιά, που αγόραζαν στην αγορά απ’ τους χωριάτες Τούρκους και βούτυρα πολλά και είχαν και τουρσιά πέντε ως δέκα οκάδες είχανε καμιά φορά μες στους κιουμνέδες, πιπεριές και λάχανο κα άγουρες ντομάντες και μελτζανάκι τυλιχτό με σέλινο και σκόρδο που μοσχοβολούσε, μούλεγε.

Τ’ αλλαντικά τα’ αγοράζαμε απ΄ τους Τούρκους, ήταν κι ένας Αρμένης εκεί στην αγορά πούφτιαχνε ονομαστό σουτζούκι, παστουρμά και άλλα πολλά, φτιάχναμε όμως κι εμείς τους καβουρμάδες μας, κομμάτια κρέας μοσχαριού που τηγανίζαμε μες στο λαρδί κι έπειτα όλα μαζί τα ρίχναμε στο πιθάρι, πάγωναν και το παίρναμε με την κουτάλα λίγο λίγο το χειμώνα και το τηγανίζαμε, πολύ νόστιμο ήταν.

Και τι να πρωτοθυμηθώ απ’ όλα εκείνα που άκουα, για το ταχίνι που το φύλαγαν σε στάμνες πέντε και δέκα οκάδες, άφθονο βλέπεις το σουσάμι, όλοι τους είχανε πολύ, το μέλι και το πετιμέζι πούφτιαχναν απ’ τα μούρα κι από τα χαρούπια, εξόν από τα’ άλλο, που γινότανε από σταφύλια, να θυμηθώ για το κρασί στο ξύλινο βαρέλι πούφερναν από την Κύπρο, κόκκινο ρουμπινί, τις νταμιτζάνες με το ούζο, τις ελιές που τις γέμιζαν με αμύγδαλο, τα σύκα, τις σταφίδες απ’ την Κύπρο, μπόλικα μπόλικα, να τρώνε όλο το χειμώνα καθιστοί στο τζάκι με λεπλεμπούδες και φυστίκια.

[…] Και κάναμε κεμπάπ το κρέας, σούπα το χειμώνα, φτιάχναμε και μπορέκια για με τυρί για με κιμά και τραχανάδες και πιλάφια και σαρμάδες με λάχανο και κληματόφυλλα γιαλαντζί. Και είχαμε φρούτα όλο το χρόνο μπόλικα, σταφύλια, σύκα και καρπούζια, αχλάδια και πεπόνια είχαμε το καλοκαίρι και το χειμώνα πορτοκάλια, μήλα, μανταρίνια. Η μάνα ζύμωνε ψωμί, το ψήναμε στο φούρνο μας […].

[…] Μου έλεγε για το σαραϊλί με φύλλο στριφτό στην οκλαβού και με καρύδι, σοροπιαστό όπως κι ο μπακλαβάς, το κανταΐφι όπως και το γκιβρίμ, στριφτό κι αυτό και καντίν γκιομπέκ με γάλα και αμύγδαλα, όλα με φύλλο που άνοιγαν στο χέρι. Και οι χαλβάδες δίχως τελειωμό με λάδι και σιμιγδάλι, ο σαρακοστιανός για τις νηστείες, με βούτυρο ο γιορτινός, και ο ντενέ χαλβάς με βούτυρο και νισαστέ, βαριά τα πράγματα όλα ετούτα και σοροπιαστά και τα κατμέρια στο τηγάνι και οι κουραμπιέδες και τα χοσάφια της Σαρακοστής και τ' άλλα που έβραζαν το καλοκαίρι με σταφίδες, δαμάσκηνα κα σύκα και τα πάγωναν με χιόνι, που αγόραζαν στην αγορά απ’ τους Γιουρούκους. Κι άλλα θυμότανε πολλά η γιαγιά Σουλτάνα, ένα σωρό γλυκά του κουταλιού και τελειωμό δεν είχαν, όλοι σχεδόν οι καρποί […], το τριφτό το κυδώνι, το νεράντζι, το βύσσινο κι έκαναν όλοι και βανίλια και τριαντάφυλλο γλυκό κι άγουρα σύκα και καρύδια και μελτζανάκι τροφαντό με αμύγδαλο και μοσχοκάρφι, θαύμα.

Ο γάμος

[…] Κι εξιστορούσε για το γάμο και πως γινότανε με προξενιό, μετρημένα κουκιά ήτανε και τα κορίτσια και οι άντρες στην Αλάγια, απ’ όξω κι ανακατωτά τα ήξεραν, διάλεγαν κατά τη σειρά τους, μην είναι παραπάνω, μην είναι τα πιο χαμηλά, χαλούσε το πράμα, δεν γινόταν. Νέα κορίτσια, το λοιπόν, το πιο πολύ δεκαεφτά, μετά τις έλεγαν γεροντοκόρες κι ο άντρας στα τριάντα το πολύ, ήταν στην παράδοση κι αυτό και πήγαινε η προξενήτρα, μπορεί να ήταν και προξενητής. Το και το τούλεγε του πατέρα, ο Γιορδάνης, να πούμε, θέλει την κόρη τη μεγάλη σου τη Μαριγώ για τον πρωτότοκό του γιο, το Ζαχαρία κι αν έλεγε ο πατέρας της το ναι, η συμφωνία έκλεινε και δίνανε τα χέρια, πάει και τέλειωσε κι αυτό ήταν όλο. Κι η Μαριγώ μάθαινε τα χαμπάρια ύστερα που, πα να πει, τι αποφάσισε ο πατέρας της κι έλεγε ταπεινά ευχαριστώ, σκύβοντας το κεφάλι.

[…]Κι άρχιζαν οι ετοιμασίες κι ασπρίζανε το σπίτι απ’ την αρχή, καθάριζαν και συγυρίζανε κι έντυναν πάλι όλο το σπίτι […], το βράδυ του αρραβώνα έρχονταν τα συγγενολόγια, έρχόταν κι ο παπάς κι ευλόγαε τις βέρες. Κι έκαναν ύστερα τραπέζι, για να γιορτάσουν τα χαρμόσυνα και γινότανε γλέντι ως το πρωί, μέρα χαράς για τη φαμίλια της κοπέλας ήτανε, μα και του άντρα, ευλογημένη μέρα ήτανε με την ευχή των γονιών και του Θεού κι έβλεπε η νύφη τον γαμπρό το βράδυ εκείνο από τη χαραμάδα κι ήταν η πρώτη της φορά. Τα τελευταία χρόνια μοναχά μετά το 1921 ερχότανε κι εκείνη μέσα στη γιορτή τα πράγματα είχανε αλλάξει πια, πρόοδος είπαν.

Κι ο αρραβώνας τράβαε σε μάκρος, μήνες και χρόνια τράβαε καμιά φορά, ίσαμε να ετοιμαστούν κι οι δυο τους για το γάμο και βλέπονταν σπάνια όλον ετούτο τον καιρό και βέβαια, στο σπίτι της νύφης μοναχά και δώριζε στη νύφη ο γαμπρός φλουριά, χρυσά φλουριά πενήντα μέχρι εκατό, καταπώς ήταν η σειρά του και χώρια τα χρυσαφικά, που χάριζε το σόι του όσα μπορούσε και προίκα λέει στη συμφωνία δεν υπήρχε, βοήθαε ο πατέρας της κοπέλας, καταπώς το μπορούσε. Και τάχε κιόλας το κορίτσι έτοιμα τα πράματά του, πέντε για δέκα αλλαξιές ήτανε να εσώρουχά της και κάλτσες πλεγμένες με τα χέρια της καμιά τριανταριά ζευγάρια, να δωρήσει σε άντρες και γυναίκες στο σόι του γαμπρού, έθιμο ήταν. Χώρια τα ρούχα της, κιλίμια και χαλιά και σεττσατέδες, είχε και τα μπακιρικά και τα σεντόνια της και τις κουβέρτες.

Και άρχιζε ο γαμπρός τα τραπεζώματα πριν από μια βδομάδα και κάθε μέρα ήτανε χαρά και γλέντι και πήγαιναν με τη σειρά, καταπώς ήθελε η παράδοσή μας, έρχονταν από το μεσημέρι, Δευτέρα οι φίλοι του γαμπρού και της φαμίλιας του, Τρίτη μαζεύονταν οι γέροι, και την Τετάρτη το σόι του πεθερού, το γλέντι κράταε ίσαμε το βράδυ του Σαββάτου με ούτια και βιολιά και με τραγούδια και πειράγματα, όλο αλάτι και πιπέρι ήτανε.

Κι ερχόντανε την Κυριακή νωρίς οι φίλοι του γαμπρού στο σπίτι του, τον έπλεναν, τον ξύριζαν, τον έντυναν το γαμπριάτικό του και τον δασκάλευαν οι πιο παλιοί, οι παντρεμένοι, λόγια που λέγονταν κρυφά […] κι ύστερα όλοι μαζί πηγαίναν τον γαμπρό στην εκκλησιά, για να λειτουργηθούνε άρχιζε η μεγάλη μέρα.

Και όταν τελείωνε η λειτουργία, έπαιρνε ο γαμπρός τους φίλους και γύριζαν πίσω κι ερχόντουσαν τα όργανα στο σπίτι, το ούτι, το βιολί, το ντέφι και τραγουδώντας πήγαιναν όλοι μαζί στο σπιτικό της νύφης κι αυτή με τα στολίδια της και με το νυφικό της περίμενε να την ε πάρουνε και να την παν στην εκκλησιά, έτσι όμορφη καθώς οι φίλες της την είχανε στολίσει από τα πριν.

Και ξεκινούσε η πομπή και πήγαιναν τα όργανα μπροστά κι ακολουθούσε η νύφη κι είχε το πρόσωπό της σκεπασμένο, λίγο πιο πίσω ο γαμπρός και οι κουμπάροι κι έπειτα οι φίλοι, τα συμπεθεριά κι ο κόσμος όλος που ήταν καλεσμένος, κόσμος πολύς απ’ το Ρωμέικο της Αλάγιας και Τούρκοι ένα σωρό, χαρά και γέλια ήταν όλοι και πειράγματα κι οι καλεσμένοι πετούσανε ρύζι και κουφέτα, γρόσια και μεταλίκια στο ζευγάρι, κρατούσαν λουλούδια τα παιδιά, τα πέταγαν στον κόσμο, άνοιγαν τα παράθυρα να δούνε οι περίεργες στα σπίτια, σα ζωγραφιά ήταν όλα.

Τα ρούχα, τα στολίδια μας

[…] Οι άντρες είχαν όλοι φέσι βυσσινί και τα φορούσαν όμοια καθώς κι οι Τούρκοι κι ούτε που τους ξεχώριζες Ρωμιούς και Τούρκους και δίχως φέσι που να το σκεφτείς να βγεις στον δρόμο και μόνο αργότερα στην Τριανδρία, γύρω στα 1908 τα βγάλανε σιγά σιγά οι νεότεροι κι έβαλαν φράγκικο καπέλο ή δεν φορούσαν τίποτα. Κι όσο για παντελόνι, δεν ήτανε αυτό που ξέρουμε, φορούσαν ελιφέ, φαρδύ με σούρες άφθονες ψηλά, που μάζευαν στον καβάλο κι ύστερα στένευε το ελιφέ καθώς κατέβαινε στα γόνατα κι ως τον αστράγαλο γινότανε εφαρμοστό και ήταν ραμμένο από ύφασμα κρουστό και μαύρο. Το έδεναν στη μέση με το βρακοζώνι κι ύστερα τύλιγαν στη μέση το ζωνάρι, πλεχτό ή από ύφασμα χοντρό ή μεταξένιο στις γιορτές, δυο τρία μέτρα ήτανε το μάκρος του καμιά φορά.

Και το πουκάμισο, ίδια κοψιά χειμώνα καλοκαίρι, μακρυμάνικο, ριγέ ή σκέτο άσπρο έκλεινε στο λαιμό δίχως κολλάρο, κούμπωνε μ’ ένα κουμπί μοναχά κι απάνω του φορούσαν το γιλέκο, είχανε και ρολόι στο γιλέκο με χρυσή καδένα και φλουρί στην άκρη από ύφασμα γερό, εγγλέζικη τσόχα ή κασμίρι.

Πάνω από το γιλέκο φορούσα το σακάκι και τούτο δεν έβγαινε μήτε το καλοκαίρι, άπρεπο ήταν για τον άντρα να μην το φοράει, ίδιο ύφασμα με το γιλέκο, μακρύ σακάκι με πολλά κουμπιά, εφαρμοστό. Μόνο στα τελευταία χρόνια, ύστερα από τον Κεμάλ αρχίσανε να βάζουνε κοστούμι φράγκικο, κολλάρο και καπέλο και μερικοί στην αγορά κρατούσανε μπαστούνι με λαβή ασημένια.

Και στα παλιότερα τα χρόνια φορούσαν γεμενιά, παπούτσια γυριστά ελαφρά στην άκρη, μονοκόματα και ύστερα στα χρόνια τα κατοπινά φορούσανε ποστάλια, μποτίνια πιο πάνω από τον αστράγαλο που έδεναν με κορδόνια κι απάνω τους έβαζαν γκέτες οι αστοί, άσπρες.

Και οι γυναίκες μας ήταν απλά κομψές και περιθώρια μεγάλα να παίζουνε με τα γούστα τους δεν είχαν, μοναχά στα κεντίδια πούβαζαν στα ρούχα τους άνθιζε η φαντασία τους και πάλι τα σχέδια ήταν ορισμένα.

Είχανε μπλούζα ή πουκάμισο κλειστό για κάθε μέρα με αλατζά φτιαγμένο ή μετάξι ανάλογα και κάτω φορούσαν το πατσά, που ήταν σαν το σαλβάρι με μπατζάκια, άνετο και φαρδύ για να μην εμποδίζει τις κινήσεις κι έκλεινε κάτω στον αστράγαλο εφαρμοστό με λάστιχο και ο ποδόγυρος ήταν κεντημένος και το πατσά ραβότανε από αλάτζα ή και μεταξωτό και πάνω απ’ το πατσά φορούσαν το φουστάνι κάτω απ’ τα γόνατα. Και στην καλή τους φορεσιά είχανε και γιλέκο κεντημένο και τούτο με μετάξι. Τους κρύους μήνες φορούσαν το σακκό, παρόμοιο με το αντρικό σακάκι και ήταν το μάκρος του ίσαμε τρία τέταρτα που λένε και παλτό φορούσαν το χειμώνα μοναχά οι γριές. Τα τελευταία χρόνια ερχότανε η νέα μόδα από την Αττάλεια και το πατσά σταμάτησαν να το φοράνε πια και βάζανε φουστάνι, που ήτανε μακρύ ως τον αστράγαλο και μοναχά οι γριές το έβαζαν ακόμη ως τα 1922.

Για καθημερινά παπούτσια φορούσανε τα γεμενιά και για τις σχολές και τις μέρες τις επίσημες έβαζαν παπούτσια ευρωπαϊκά και είχαν τακούνια χαμηλά. 

Και είχαν πάντα τα μαλλιά τους σε πλεξούδες δυο, σπάνια έκαναν και κότσο προς τα τελευταία χρόνια και δένανε μαντήλι στο κεφάλι και για τις μέρες τις μεγάλες είχαν καπέλο που ήταν περίπου σαν το φέσι κι όμορφα κεντημένο.

Οι γυναίκες στην Αλάγια πολύ τ’ αγαπούσαν τα κοσμήματα, τους άρεσε ο χρυσός κι είχαν σπουδαίους κουγιουμτζήδες, βραχιόλια πολίτικα ή σμυρνέικα φορούσαν και στα δυο τους χέρια με κεντίδια και σχέδια περίτεχνα και χρυσά δαχτυλίδια με πέτρες και είχαν και σταυρούς χρυσούς, που τους κρεμούσαν στο λαιμό μέσα από τα ρούχα τους να μη τους βλέπουνε οι Τούρκοι κι αγριεύουν και στην καλή τους φορεσιά κρεμούσαν τα φλουριά σειρά γύρω από το λαιμό τους κι αυτές που είχανε τα πιο πολλά τα βάζανε μιαν αρμαθιά μικρά φλουριά γύρω από το πρόσωπο και το σαγόνι.

Πάνω από το γιλέκο φορούσαν το σακάκι και τούτο δεν έβγαινε μήτε το καλοκαίρι,

άπρεπο ήταν για τον άντρα να μην το φοράει

Οι Αλαγιώτες

Για την Αλάγια και τους κατοίκους της, υπάρχουν μερικά ανέκδοτα:

Η Αλάγια προμηθευόταν το χρειαζούμενο αλεύρι της από την Αττάλεια. Κάθε τόσο, κατέφταναν καΐκια φορτωμένα με αλεύρι για την τροφοδοσία της πόλης. Κάποια φορά, το εν λόγω καΐκι άργησε να έρθει και η Αλάγια κινδύνεψε να μείνει χωρίς ψωμί. Κάθε μέρα τα μάτια των Αλαγιωτών βρισκόντουσαν στη θάλασσα και κατέβαιναν στην προκυμαία περιμένοντας το πολυπόθητο εκείνο καράβι με το αλεύρι. Κάποια φορά τέλος, στα ανοιχτά, ξέκριναν κάποιο πλεούμενο. Αστραπιαία ειδοποιήθηκε όλη η πόλη για το χαρμόσυνο γεγονός κι όλοι οι κάτοικοι όρμησαν και κατέκλυσαν το λιμάνι, με την ελπίδα πως εκείνο το καΐκι ήταν το αναμενόμενο. Ηύχοντο να είναι το καράβι με τα αλεύρια και άρχισαν την επωδό: «Χουν Ντεγελίμντε, Χουν-Ολσούν, Χουν Ντεγελίμιντε, Χουν-Ολσούν». Δηλαδή «να πούμε αλεύρι και ας γίνει αλεύρι». «Να πούμε αλεύρι κι ας γίνει αλεύρι». Και δόστου και… ψέλνανε. Και πραγματικά, το καΐκι ερχόταν από την Αττάλεια, ήταν φορτωμένο αλεύρι και οι Αλαγιώτες έφαγαν ψωμί!

Μια άλλη φορά πάλι, είχε βουλιάξει στα ανοιχτά της Αλάγιας κάποιο καΐκι γεμάτο μελιτζάνες φλάσκες, που τις έφερνε από την Κύπρο. Η φουρτούνα έσπρωχνε τις φλάσκες μελιτζάνες προς την παραλία. Μερικοί Αλαγιώτες που βρίσκονταν στο λιμάνι, είδα από μακρυά τις πλεούμενες φλάσκες μελιτζάνες και τις πέρασαν για κεφάλια ανθρώπων. Ανησύχησαν τρομερά για τον κίνδυνο που διέτρεχαν να… καταληφθεί η πόλη τους από θαλάσσης από εχθρούς και έτρεξαν και μετάδωσαν τις ανησυχίες τους και στους υπόλοιπους κατοίκους, στο εσωτερικό της πόλης. Αμέσως, όλος ο πληθυσμός, άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όλοι αρματώθηκαν με μαχαίρια, ψαλίδια και ταχράδες και κατηφόρισαν στην παραλία για να αντιμετωπίσουν και να αναχαιτίσουν τον… εχθρό. Φωνάζανε απειλητικά: «Γκέλμεν γκιγκιτίριζ! Γκέλμεν γκιγκιτίριζ! Γκέλμεν γκιγκιτίριζ!» Που σήμαινε: «Μην έρχεστε! Θα σας κομματιάσουμε, θα σας κάνουμε κιμά!». Κουνώντας μαχαίρια, ψαλίδια, ταχράδες! Οι μελιτζάνες επέπλεαν και ζύγωναν προς την παραλία. Οι Αλαγιώτες τότε, μπροστά στον άμεσο αυτό κίνδυνο, αποφάσισαν να φωνάξουν το Σοφό Προύχοντά τους, τον Ακ-κάς, για να τους βοηθήσει και να τους συμβουλέψει για το τι άλλο μπορούσαν να κάνουν. Ό,τι έλεγε ο Ακ-κάς, για τους Αλαγιώτες ήταν και το σωστό. Ήταν «νόμος». Κατέφτασε στο λιμάνι ο Ακ-κάς. Στο μεταξύ οι μελιτζάνες είχαν φτάσει πιο κοντά και τις ξεχώρισε, πως ήταν φλάσκες μελιτζάνες κι όχι ανθρώπινα κεφάλια. «Πράκκινγ λακιρτιζή Τζάνουμ! Πουνλάρ τζαν ντεγήλ, πατλιτζάν. Κελσινλέρτε γεγελήμ!» Δηλαδή: «Αφήστε τις κουβέντες παιδιά μου, αυτά δεν είναι κεφάλια ανθρώπων, δεν είναι ψυχές, είναι μελιτζάνες. Ας έρθουν να τις φάμε!» Οι Αλαγιώτες ησύχασαν, πήραν θάρρος κι άρχισαν να φωνάζουν: «Γκέλιντε γκιγκιταλίμ! Γκέλιντε γεγιαλίμ!» Δηλαδή: «Ελάτε να σας κομματιάσουμε! Ελάτε να σας κομματιάσουμε!» «Ελάτε να σας φάμε!» και θαύμασαν τον Ακ-κάς για τη σοφία του!

Ο Ακ-κάς ήταν προύχοντας της Αλάγιας. Σοφός Πρόεδρος της Δημογεροντίας, πλούσιος και γενναιόδωρος. Βοηθούσε τους φτωχούς, ενίσχυε συχνά την κοινότητα με σεβαστά ποσά και γενικά, πρωτοστατούσε σε κάθε εθνική και πατριωτική εκδήλωση. Είχε πεθάνει πια ο Ακ-κάς, όμως η μνήμη του διατηρούνταν ζωντανή στις ψυχές και στο μυαλό των Αλαγιωτών. Μια χρονιά, οι νέοι Άρχοντες της κοινότητες με Πρόεδρό τους τον Χατζή-Ντιμίτ-Εφένδη τον Λουκίδη, για να δείξουν την ικανότητά τους, φιλοτιμήθηκαν να γιορτάσουν τη σχολική γιορτή των Τριών Ιεραρχών κατά πανηγυρικό τρόπο. Στόλισαν το κοινοτικό κατάστημα, τα δύο σχολεία, τις δύο Εκκλησίες των Ταξιαρχών και του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και τους ενδιάμεσους δρόμους, με λάβαρα θρησκευτικά, με Ελληνικές και … Τούρκικες σημαίες (για το φόβο των… Ιουδαίων, δηλαδή των Τούρκων). Κάλεσαν από την Αττάλεια που είχε την έδρα του, και τον Μητροπολίτη Πισιδίας, μια και η Αλάγια υπαγόταν εκκλησιαστικώς εκεί, για το πανηγυρικότερο της εορτής. Σημαιοστολισμένη η αίθουσα του Παρθεναγωγείου όπου θα γινόταν η γιορτή, στολισμένη με εικόνες θρησκευτικές αλλά και με πορτραίτα των ηρώων της Επανάστασης του 1821, περίμενε τον κόσμο. Τον πανηγυρικό της ημέρας θα εκφωνούσε ο Δεσπότης, θα μιλούσε ο διευθυντής του Αρρεναγωγείου, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της κοινότητας κ.λπ. Η γιορτή εκείνη σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όλος ο κόσμος πρόσφερε πλουσιοπάροχα για τις ανάγκες της κοινότητας. Ακόμα και ο Καϊμακάμης, ο Τούρκος διοικητής του Καζά (της πόλεως) που είχε προσκληθεί, πρόσφερε κι αυτός τον οβολό του. Τέλος, κάποτε έληξε η σεμνή εκείνη γιορτή, με το «Ζήτω η Πατρίς» και «Πατισαχίμ τσοκ γιασά» (Ζήτω ο Πατισάχ). Οι Αλαγιώτες Χριστιανοί, ενθουσιάστηκαν με την μεγαλόπρεπη εκείνη γιορτή. Συγχάρηκαν τους νέους Άρχοντες που την οργάνωσαν ωστόσο όμως, από την ψυχή τους δεν έφευγε η θύμηση του σοφού και γενναιόδωρου Ακ-κάς κι έτσι, έλεγαν και ξανάλεγαν: «Αχ! Ακ-κάς ολάηντηντα που ζινετλερή γκιοράιντι νε ντέερντι Άτζαμπα, νε βερίρντη άτζαμπα!» Δηλαδή: «Αχ, να ήταν και ο Ακ-κάς και να έβλεπε τα στολίδια και τα πανηγύρια. Τι θα έλεγε άραγε; Τι θα έδινε άραγε;»